
Σχεδόν ανύπαρκτη η προσεισμική θωράκιση των κτιρίων στην Ελλάδα
Στον απόηχο του χτυπήματος του Εγκέλαδου στην Κεφαλονιά, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν το κτιριακό απόθεμα της χώρας θα μπορούσε να αντέξει σε μία πιθανή ισχυρή σεισμική δόνηση. Όπως αναφέρουν στο Capital.gr οι ειδικοί, η πρόληψη είναι σχεδόν ανύπαρκτη, με την κρατική μηχανή να παρεμβαίνει με στόχο την αποκατάσταση των ζημιών.
«Τα δημόσια κτίρια είχαν πάντοτε καλύτερη επίβλεψη, σε σχέση με τα ιδιωτικά. Γι’ αυτό εκτιμάται ότι η συμπεριφορά τους σε ενδεχόμενο σεισμό είναι καλύτερη. Από την άλλη πλευρά, η προσεισμική θωράκιση των κτιρίων στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτη, καθώς το πρόγραμμα που είχε ξεκινήσει πριν από μερικά χρόνια έμεινε στο συρτάρι λόγω κρίσης» σημειώνει ο ομότιμος καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ Γιώργος Πενέλης.
Θωράκιση ώρα μηδέν
Ο κ. Πενέλης έχει διατελέσει επιστημονικός υπεύθυνος του πιλοτικού προγράμματος προσεισμικού ελέγχου που ξεκίνησε να εφαρμόζεται αρχές του 2000 σε σχολεία και νοσοκομεία της Περιφέρειας Kεντρικής Mακεδονίας, ύστερα από τον σεισμό της Πάρνηθας του 1999. Το Μάιο του 2001 άρχισε να εφαρμόζεται το Πανελλαδικό πρόγραμμα πρωτοβάθμιου προσεισμικού ελέγχου κτιρίων δημόσιας και κοινωφελούς χρήσης. Τι καρπούς απέδωσε το εγχείρημα αυτό; Σύμφωνα με στοιχεία που είχαν παρουσιαστεί το καλοκαίρι του 2012 για τα 11 χρόνια (που συμπλήρωνε τότε) του προγράμματος μόλις στο…15% των δημόσιων κτιρίων είχε γίνει πρωτοβάθμιος προσεισμικός έλεγχος.
«Η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε, καθώς οι υπηρεσίες είχαν αναλάβει να πραγματοποιήσουν αυτόνομα τον έλεγχο. Οι υπάλληλοι των υπηρεσιών αυτών υποστήριζαν τότε ότι αυτού του είδους η εργασία δεν εντάσσεται στο πλαίσιο των καθηκόντων τους και κάπως έτσι έμεινε στον «αέρα» σημειώνει ο κ.Πενέλης.
«Σήμερα δεν διαθέτουμε μία βάση δεδομένων με ενδεχόμενα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα δημόσια κτίρια. Δυστυχώς, συνήθως οι επεμβάσεις γίνονται μετά τις ζημιές. Δεν υπάρχει πρόληψη» τονίζει η πολιτικός μηχανικός, μελετήτρια δημοσίων έργων και πρώην γενική γραμματέας ΤΤΕ Ολυμπία Βαγγελάτου. Όλα αυτά, όταν ο έλεγχος τρωτότητας είναι απλώς το πρώτο στάδιο για τη σεισμική θωράκιση μίας οικοδομής.
«Ο οπτικός έλεγχος είναι μικρού κόστους. Το ζητούμενο είναι να υπάρξουν οι απαιτούμενες επεμβάσεις αντισεισμικής προστασίας που είναι ιδιαίτερα κοστοβόρες, δεδομένου ότι πρόκειται για χιλιάδες κτίρια σε όλη την Ελλάδα» εξηγεί ο κ. Πενέλης.
«Θα έπρεπε να τίθεται σε πρώτη προτεραιότητα η αντισεισμική και όχι η ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων. Ωστόσο, τα κονδύλια για την αντισεισμική αναβάθμιση δεν είναι επιλέξιμα από το ΕΣΠΑ» διαπιστώνει η κυρία Βαγγελάτου.
Κίνδυνος τα διατηρητέα
Την ίδια στιγμή, τα εγκαταλλελειμένα και κατ’ επέκταση μη συντηρημένα διατηρητέα κτίρια αποτελούν απειλούνται με κατάρρευση σε περίπτωση ενδεχόμενου σεισμού. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, περίπου 1.600 διατηρητέα κτίρια στην Αθήνα βρίσκονται ήδη σε κακή κατάσταση.
«Τα κακοσυντηρημένα διατηρητέα παρουσιάζουν μεγάλη επικινδυνότητα. Ωστόσο, πολλά από αυτά συνοδεύονται από ένα δαιδαλώδες ιδιοκτησιακό καθεστώς, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η επέμβαση. Απαιτείται θεσμική παρέμβαση για τα συγκεκριμένα κτίρια, ώστε να καταστεί εφικτή η αξιοποίηση των διατηρητέων» εξηγεί η κυρία Βαγγελάτου.
Σε καλύτερη μοίρα τα σχολεία
Τα καλά νέα είναι ότι τα σχολικά κτίρια διαθέτουν μεγάλο βαθμό αντισεισμικής θωράκισης. Και αυτό διότι το πρόγραμμα προσεισμικού ελέγχου που είχε εκπονήσει ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων είχε ολοκληρωθεί στο παρελθόν σε μεγάλο βαθμό. Αλλά και επειδή ελάχιστα σχολεία έχουν χτιστεί πριν από τον πρώτο αντισεισμικό κανονισμό του 1959, όπως αναφέρει ο κ. Πενέλης. Σύμφωνα με τον καθηγητή, το κτιριακό απόθεμα της Ελλάδας παρουσιάζει επικινδυνότητα αντίστοιχη με αυτή των κτιρίων της Γαλλίας ή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ας σημειωθεί ότι ο έλεγχος δομικής τρωτότητας είναι υποχρεωτικός κατά τη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων, ενώ η ηλεκτρονική ταυτότητα θα επιτρέψει την καταγραφή όλων των πιθανών αλλαγών χρήσης των κτιρίων. Βέβαια, πρόκειται για διαδικασίες που θα αργήσουν να ολοκληρωθούν.